Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Βόρειος Παγωμένος Ωκεανός ο

См. также в других словарях:

  • Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • αλίκυρτος — (halicyrtus). Επιστημονική ονομασία γένους δακτυλιοσκωλήκωντης οικογένειας των νηρηιδών της τάξης των πλανήτων. Ζουν στον βυθό των βόρειων θαλασσών (Βαλτική, Βόρειος Παγωμένος ωκεανός κ.ά.). Το σώμα τους είναι κυλινδρικό και φτάνει περίπου τα 8… …   Dictionary of Greek

  • Αμούνδσεν, Ρόαλντ — (Roald Engelbregt Grauning Amundsen, Μπόργκε, Νορβηγία 1872 – Βόρειος Παγωμένος ωκεανός 1928). Νορβηγός εξερευνητής. Η αγάπη του για τις περιπέτειες και το μεγάλο πάθος του για τη θάλασσα τον βοήθησαν να γίνει βαθύς γνώστης του Βόρειου και του… …   Dictionary of Greek

  • Βορειοδυτικά Εδάφη — (Northwest Territories). Διοικητική περιφέρεια (1.346.106 τ. χλμ., 40.900 κάτ. το 2001) της Ομοσπονδίας του Καναδά, στα ΒΔ της χώρας. Χωρίζεται σε τρία διοικητικά διαμερίσματα (Μακένζι, Κιουέτιν και Φράνκλιν), με πρωτεούσα το Γελοουνάιφ. Η… …   Dictionary of Greek

  • Λένας — (Lena). Ποταμός (4.313 χλμ.) της Ρωσίας, στην ανατολική Σιβηρία. Διαρρέει τη Ρωσία και εκβάλλει στη θάλασσα Λάπτεφ (Βόρειος Παγωμένος ωκεανός). Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές των ορέων Μπαϊκάλ και κατεβαίνει αρχικά προς τα ΒΑ έως το Γιακούτσκ,… …   Dictionary of Greek

  • Σκλάβων, Λίμνη των- — (ή Μεγάλη Λίμνη των Δούλων, αγγλικά Great Slave Lake = Μεγάλη Λίμνη των Σκλάβων). Λιμναία λεκάνη του κεντροδυτικού Καναδά στα Βορειοδυτικά Εδάφη, μια από τις πιο εκτεταμένες (28 438 τ. χλμ.) της Βόρειας Αμερικής. Έχει σχήμα πολύ επίμηκες (480 χλμ …   Dictionary of Greek

  • παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»